- προσειδέναι
- πρόσοιδαknow besidesperf inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσοιδα — Α (παρακμ. ενός αμάρτυρου ενεστ.) 1. γνωρίζω και κάτι ακόμη 2. φρ. «χάριν προσειδέναι» είμαι ακόμη μια φορά ευγνώμων σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + οἶδα «γνωρίζω»] … Dictionary of Greek